Πέμπτη μεσημέρι και βρίσκομαι στην παλιά εθνική οδό για να συναντήσω το δήμαρχο Τεμπών, Γιώργο Μανώλη. Αν και θα έπρεπε να σκέφτομαι τις ερωτήσεις που έχω ετοιμάσει για τη συνέντευξη, το φυσικό τοπίο της κοιλάδας των Τεμπών μου αποσπά –δικαίως– την προσοχή. Καθώς όμως πλησιάζω στο Μακρυχώρι, την έδρα του δήμου, επανέρχονται στον νου μου τα κύρια θέματα που θέλω να συζητήσουμε, δηλαδή η έλλειψη υποδομών συγκοινωνίας, διαδικτύου, φιλοξενίας και χώρου τηλεργασίας. Χαιρετιόμαστε με τον δήμαρχο από απόσταση λόγω κορονοϊού, με κερνούν γλυκό του κουταλιού και οι πρώτες μας κουβέντες είναι για το παρελθόν του τόπου με αφορμή τις φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα που βρίσκονται κρεμασμένες στον προθάλαμο του γραφείου. Ωστόσο πολύ σύντομα προχωρούμε στα σύγχρονα φλέγοντα προβλήματα της περιοχής.
Να λέμε κουβέντες, μασλάτια που λέμε και στο χωριό μου, δεν λέει τίποτα για μένα. Να σας ακούω για μέρες, αλλά αποτέλεσμα θα έχουμε;
Τοπική συγκοινωνία: Ένα μόνιμο αγκάθι
Ξεκινώντας τη συνέντευξη λοιπόν αναφέρω την έλλειψη δημοτικής συγκοινωνίας από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Ραψάνης προς το χωριό – κάτι που όπως φαίνεται είναι ένα από τα θέματα που επανέρχονται συχνά στο γραφείο του δημάρχου. Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, «παρότι διασχίζουν τον δήμο μας δύο εθνικά δίκτυα [ο αυτοκινητόδρομος Αθήνα - Θεσσαλονίκη - Εύζωνοι και η σιδηροδρομική γραμμή Πειραιάς - Θεσσαλονίκη], δεν μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε σωστά».
Μπορεί ο δήμος Τεμπών να εξυπηρετείται από τα ΚΤΕΛ Λάρισας, αλλά τα δρομολόγια δεν είναι ούτε συχνά ούτε εξυπηρετούν όλα τα χωριά. Οι τοπικές μετακινήσεις καλύπτονται ως ένα βαθμό από τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ που εκτελούν σχολικά δρομολόγια, μια δυνατότητα που εκλείπει κατά τις περιόδους διακοπών και εξέλιπε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19. Επιπλέον, ο δήμαρχος αναφέρει ότι έχουν ξεκινήσει κάποιες συζητήσεις με το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Λάρισας σχετικά με πιθανά καλοκαιρινά δρομολόγια που θα συνδέουν τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Ραψάνης τους καλοκαιρινούς μήνες με τα κοντινά χωριά και τις παραλίες, αλλά βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο.
Πέραν αυτών, ο δήμαρχος αναδεικνύει και το θέμα του Σιδηροδρομικού Σταθμού του Ευαγγελισμού, από τον οποίο διέρχεται χωρίς να σταματά η γραμμή Θεσσαλονίκη - Λάρισα του Προαστιακού Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης. Ο λόγος που ο σταθμός παραμένει ανενεργός για πάνω από δέκα χρόνια είναι η έλλειψη πεζογέφυρας για την ασφαλή διέλευση πάνω από τις σιδηροδρομικές ράγες, ένα έργο με προδιαγραφές ΑμεΑ που θα κοστίσει λιγότερο από 250.000 ευρώ.
Αν και τα παραπάνω φαίνεται ότι απασχολούν τόσο τον δήμαρχο όσο και το δημοτικό συμβούλιο, ο κ. Μανώλης αναφέρει ότι τα διαθέσιμα των μικρών δήμων είναι αρκετά περιορισμένα και ότι η χρηματοδότηση επιπλέον δρομολογίων δεν είναι επιλέξιμη δαπάνη ευρωπαϊκών κονδυλίων. Πέραν όμως των οικονομικών ζητημάτων, προσθέτει και το θέμα της μη αποκέντρωσης λέγοντας: «Όλα λύνονται από την Αθήνα, και για μας τους επαρχιώτες είναι πολύ δύσκολο να πηγαίνουμε κάθε λίγο και λιγάκι στην Αθήνα για να λύσουμε οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα».
Αναζητώντας υποδομές
Στη συζήτησή μας ο δήμαρχος επιμένει αρκετά στους περιορισμένους πόρους και δυνατότητες που έχει στη διάθεσή του. Συγκεκριμένα αυτοχαρακτηρίζεται ως πρακτικός άνθρωπος που εστιάζει στο κόστος κάθε προτεινόμενης δράσης, κάτι που επανέρχεται διαρκώς.
Ο ίδιος αναγνωρίζει την ανάγκη γρήγορου και αξιόπιστου ίντερνετ, όμως διευκρινίζει πως αυτό είναι κάτι που αφορά κυρίως τους παρόχους τηλεφωνίας και ίντερνετ. Ως παράδειγμα αναφέρει τους μαθητές και τις μαθήτριες στο χωριό της Σπηλιάς, που δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τα διαδικτυακά μαθήματα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι άνθρωποι που εργάζονται στη Λάρισα και ενώ θα μπορούσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας να επιστρέψουν στα χωριά τους και να εργάζονται εξ αποστάσεως, δεν μπόρεσαν να το κάνουν λόγω των ανεπαρκών υποδομών διαδικτύου. Ειδικότερα για την ελεύθερη πρόσβαση στο διαδίκτυο μέσω του προγράμματος Wifi4EU στην πλατεία της Ραψάνης, αναγνωρίζει ότι αποτελεί έργο της προηγούμενης διοίκησης και ότι το πλαίσιο λειτουργίας του χρήζει διερεύνησης.
Ο δήμαρχος φροντίζει εξαρχής να εκφράσει τις αμφιβολίες του σχετικά με την επιστροφή των νέων σε αγροτικές περιοχές, θυμούμενος μάλιστα αντίστοιχες συζητήσεις της δεκαετίας του ’80. Μάλιστα, αναφέρει και το παράδειγμα των ατόμων που εργάζονται στον Ξενώνα Ραψάνης του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας και έμαθαν από πρώτο χέρι την ερήμωση των ορεινών χωριών κατά τους χειμερινούς μήνες. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Δεν γυρίζει εύκολα ο νέος στο χωριό, γιατί τον χειμώνα είναι ερημιά. Μακάρι ο κορονοϊός να μας φέρει στην αντίθετη κατάσταση».
Επιπλέον, αναγνωρίζει τις ελλιπείς υποδομές φιλοξενίας στη Ραψάνη, που δεν ανταποκρίνονται στα σύγχρονα πρότυπα τουρισμού. Ακόμη, υποθέτει ότι μπορούν να υπάρξουν νέες υποδομές σε συνεργασία με ομάδες της κοινωνίας των πολιτών, αλλά: «Να μην κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον: ‘ναι, θα σας βοηθήσω’, αλλά μέχρι εκεί! Αυτό το ‘να σε βοηθήσω’, να υλοποιείται. Χρειάζεται χρήμα και εκεί πάσχουμε οι μικροί δήμοι. Αλλά όταν οι πρωτοβουλίες των κατοίκων είναι σ’ αυτή την κατεύθυνση, φυσικά να τους στηρίξουμε, να τους βοηθήσουμε να βρουν πόρους, γιατί να τους δώσουμε πόρους είναι πολύ δύσκολο. Αν όμως εσείς μπορείτε να καταφέρετε να ξεκινήσετε κάτι τέτοιο από τη Ραψάνη με τα Σουρούκια, δηλαδή να κάνουν μια ΑΜΚΕ, πολύ ευχαρίστως να τους βοηθήσουμε όπου θέλουν: στις αδειοδοτήσεις, στα πάντα».
Σκέψεις πάνω στον ρόλο των δήμων
Η επιστροφή από το Μακρυχώρι στη Ραψάνη είναι αρκετά διαφορετική από τον πηγαιμό. Η σκέψη μου πλέον περιστρέφεται γύρω από μια λέξη που ειπώθηκε στη συνέντευξη: το «μασλάτι», δηλαδή τη χαλαρή κουβεντούλα επί παντός επιστητού. Δεχόμενος την αφήγηση του δημάρχου σχετικά με τους περιορισμένους πόρους, αυτό που έρχεται συνεχώς στο μυαλό μου είναι ο Οδηγός για Τοπικές Αρχές πάνω στις Πολιτικές για την Κοινωνική Αλληλέγγυα Οικονομία του Ερευνητικού Ινστιτούτου των Ηνωμένων Εθνών για την Κοινωνική Ανάπτυξη.
Μια δέσμη δημοτικών πολιτικών για την αναζωογόνηση ορεινών περιοχών σίγουρα θα χρειαστεί μια μακροχρόνια συμμετοχική διαδικασία. Όμως για να μη μείνουμε στα μασλάτια, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από αυτά που έχουμε στο εδώ και το τώρα: τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τον τόπο τους και δραστηριοποιούνται από κοινού μέσω των οργανώσεων που έχουν δημιουργήσει, τις λιγοστές εν λειτουργία δημοτικές υποδομές, όπως μια βιβλιοθήκη, και το ανενεργό δημοτικό κτιριακό απόθεμα, όπως ένα δημοτικό σχολείο. Αυτή είναι η μαγιά που βρίσκουμε με μια πρώτη χαρτογράφηση στη Ραψάνη ως ένα τοπικό οικοσύστημα. Ένα τέτοιο οικοσύστημα, ωστόσο, θα μπορούσε σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο να αποτελέσει τον καταλύτη για την αναζωογόνηση της περιοχής. Ποιος όμως θα μπορούσε να είναι ο ρόλος ενός δήμου με περιορισμένους πόρους σε μια τέτοια πρωτοβουλία;
Εστιάζοντας στη Ραψάνη ως μελέτη περίπτωσης και όπως προέκυψε μέσα από συζητήσεις με το σταδιακά αναδυόμενο οικοσύστημά της, ο χώρος του σχολείου θα μπορούσε να αποτελέσει μια υποδομή, που σε συνδυασμό με μια δομή φιλοξενίας λίγων ατόμων και με γρήγορο και αξιόπιστο ίντερνετ θα μπορούσε να προσελκύσει άτομα για τηλεργασία. Σε μια τέτοια προσπάθεια ο ρόλος του δήμου θα μπορούσε να ξεκινήσει παραχωρώντας για συγκεκριμένο και πάντως μακροχρόνιο διάστημα τη χρήση κινητής και ακίνητης περιουσίας, όπως ένα λεωφορείο ή ένα ανενεργό δημοτικό σχολείο, σε μια τοπική κοινοπραξία τοπικών φορέων Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας. Παράλληλα οι φορείς αυτοί μπορούν να αναλάβουν τις εργασίες διαμόρφωσης, συντήρησης, λειτουργίας και έκδοσης πολεοδομικών ή άλλων αδειών. Μπορεί το παραπάνω να φαίνεται κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, αλλά αυτό είναι κάτι που έχουμε ήδη δει να γίνεται, σύμφωνα μάλιστα με υπάρχουσα νομοθεσία. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο με τη συνεργασία ανάμεσα στο αναδυόμενο τοπικό οικοσύστημα και τα αιρετά και εργαζόμενα άτομα του δήμου Τεμπών, καθιστώντας τη Ραψάνη το πρώτο μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας αναζωογόνησης ολόκληρου του δήμου.